- θήρειος
- θήρειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α) [θηρ]1. αυτός που ανήκει σε άγρια ζώα («θήρεια μέλεα», Εμπ.)2. φρ. α) «θήρειος γραφή» — εικόνες ζώων ζωγραφισμένες σε ύφασμαβ) «θήρειον δάκος» — άγριο θηρίο, Ευρ.γ) «θήρειος βία» — ο Κένταυρος, Σοφ.δ) «θήρεια κρέα» — κυνήγι, Ξεν.ε) «θήρειος αυλός» — αυλός κατασκευασμένος από πόδι νεαρού ελαφιού, Πολυδ.στ) «θήρεια στόματα» — η είσοδος τού ιπποδρομίου.
Dictionary of Greek. 2013.